- καταπέφρικα
- κατά , ἀπό-φρίζωperf ind act 1st sgκαταπέφρῑκα , κατά-φρίσσωto be roughperf ind act 1st sgκατά-φρίζωperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπεφρίκασι — καταπεφρίκᾱσι , κατά , ἀπό φρίζω perf ind act 3rd pl καταπεφρί̱κᾱσι , κατά φρίσσω to be rough perf ind act 3rd pl καταπεφρίκᾱσι , κατά φρίζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεφρίκασιν — καταπεφρίκᾱσιν , κατά , ἀπό φρίζω perf ind act 3rd pl καταπεφρί̱κᾱσιν , κατά φρίσσω to be rough perf ind act 3rd pl καταπεφρίκᾱσιν , κατά φρίζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)